- ελεγειοποιός
- οο ελεγειογράφος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελεγειοποιός — ἐλεγειοποιός, ο (Α) ο ελεγειογράφος … Dictionary of Greek
ἐλεγειοποιός — elegiac poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειοποιοῦ — ἐλεγειοποιός elegiac poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειοποιούς — ἐλεγειοποιός elegiac poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειοποιόν — ἐλεγειοποιός elegiac poet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ελεγειογράφος — ο ποιητής που γράφει ελεγείες, ελεγειοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)